Ταμπαχανιώτικα: οι μουσικοί διάλογοι της Κρήτης με τα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου
Ο όρος ταμπαχανιώτικα δηλώνει τους περιπαθείς και μακρόσυρτους μουσικούς αυτοσχεδιασμούς της Κρήτης, οι οποίοι διακρίνονται κυρίως από το καρτερικό και μελαγχολικό ύφος τους. Τα τραγούδια αυτά, αποκαλούμενα και βαριά, εξελίχθηκαν ως παραλλαγή των αμανέδων, αντίστοιχων φωνητικά των οργανικών ταξιμιών – των εκλεπτυσμένων αυτοσχεδιασμών στις εισαγωγές των τραγουδιών. Οι αμανέδες ή μανέδες, αρχικά έκφανση της ανατολικής κουλτούρας, μετουσιώθηκαν σε έκφραση του συναισθηματισμού των Ελλήνων. Το επιφώνημα «αμάν!», σταθερά επαναλαμβανόμενο κατά την εκτέλεση του αμαν-έ, εκφράζει μελαγχολία, ερωτική λαχτάρα, πόνο χωρισμού, θλίψη για τις συνθήκες διαβίωσης.
Τα ταμπαχανιώτικα, αναπόσπαστο τμήμα της αστικής μουσικής της Μεσογείου, τράφηκαν από μία ευρύτερη κουλτούρα κοσμοπολιτισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, χωνευτήρι βυζαντινών και ανατολίτικών επιρροών. Σε αντίθεση με την κλειστή κοινωνία της υπαίθρου, όπου είναι δυσεπίτευκτη η διείσδυση νέων πολιτισμικών στοιχείων, το πολυπολιτισμικό σκηνικό της αστικής κοινωνίας αντικατοπτρίζεται σε μία κοσμοπολίτικη και πολύπλευρη μουσική σκηνή. Τα ταμπαχανιώτικα καλλιεργήθηκαν έντονα στην εποχή μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στο νησί το 1922, και ακόμη νωρίτερα, τον καιρό της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1899-1913). Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι το μουσικό αυτό είδος γεννήθηκε πιθανότατα στις πόλεις των Χανιών και του Ρεθύμνου κατά το 19ο αι., ως συνέπεια του ελληνο-τουρκικού πολιτισμικού συγχρωτισμού στο νησί κατά την Τουρκοκρατία.
Όντας ήδη το κατεξοχήν μουσικό ρεπερτόριο των Τουρκοκρητικών (μία από τις παλαιότερες σωζόμενες μελωδίες του είδους είναι ο Σταφιδιανός μανές, που χρονολογείται γύρω στο 1890 και αποδίδεται στον εύπορο Τουρκοκρητικό σταφιδέμπορα Μεχμέτ Σταφιδάκη), πολλά από τα ταμπαχανιώτικα έχουν τις ρίζες τους στα καφέ-αμάν (café amans), τα οποία καλλιεργήθηκαν στο νησί κυρίως μετά την εγκαινίαση, τη δεκαετία 1890-1900, του ατμοπλοϊκού δικτύου που συνέδεε το Ηράκλειο με άλλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Σμύρνη και η Αλεξάνδρεια. Την περίοδο εκείνη, πλανόδια συγκροτήματα από τη Μικρά Ασία, τα οποία περιόδευαν στα προαναφερόμενα λιμάνια θα διεπιδρούσαν και θα αναμειγνύονταν με τους ντόπιους οργανοπαίκτες εγχόρδων, τόσο από τις μουσουλμανικές όσο και από τις χριστιανικές κοινότητες της Κρήτης. Καφέ αμάν ήταν η κοινή ονομασία για ένα τύπο μουσικού καφενείου-κέντρου διασκέδασης, ο οποίος στα επίσημα έγγραφα και στον Τύπο της εποχής αναφέρεται ως «καφωδείο». Φαίνεται να υπήρχαν δύο διακριτοί τύποι μουσικών καφενείων στα αστικά κέντρα του νησιού: τα καφέ σαντάν (cafés chantants, στα Γαλλικά chanter=τραγουδώ) τα οποία προσέφεραν, κυρίως, δυτικότροπη λαϊκή μουσική και χορό, ενώ το ευρείας κλίμακας ρεπερτόριο των καφέ αμάν εμπνεόταν πρωτίστως από την ύστερη οθωμανική λαϊκή μουσική.
Τα καφέ αμάν και τα σμυρναίικα τραγούδια ήταν το κοινό λίκνο για τα ταμπαχανιώτικα και τα ρεμπέτικα. Για την ακρίβεια, τα ταμπαχανιώτικα εξελίχθησαν ως η κρητική σχολή του ρεμπέτικου, αποκτώντας ένα ξεχωριστό ύφος περίπου στην εποχή του Μεσοπόλεμου, με έμφαση στις μη χορευτικές, αργές μελωδίες. Σε αντίθεση με τα ρεμπέτικα, τα οποία έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένη αστική υποκουλτούρα [ως μέσο έκφρασης των περιθωριοποιημένων – προσφύγων, αλλά και ναρκομανών (χασικλήδων) και ατόμων με παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά], τα ταμπαχανιώτικα δεν συμβόλιζαν το περιθώριο και δεν χορεύονταν. Εκτός από τις διαφορές, ουσιώδεις ομοιότητες και συσχετίσεις υφίστανται ανάμεσα σε ρεμπέτικα και ταμπαχανιώτικα. Πρωτίστως, αμφότερα ξεκινούν με αυτοσχεδιαστικά ταξίμια, που αποδίδονται με το μπουζούκι ή τον μπαγλαμά (για τα ρεμπέτικα) και το μπουλγαρί ή –όχι πριν τη δεκαετία 1930-1940- το λαούτο (για τα ταμπαχανιώτικα), ως ελεύθερη εισαγωγή του βασικού σκοπού, συχνά με γρήγορες μελωδικές εκτελέσεις. Επιπροσθέτως, εκτός από τους στίχους των ρεμπέτικων που συνδέονταν με το περιθώριο, το θεματικό κέντρο βάρους είναι πανομοιότυπο: υπαρξιακή θλίψη και χαμένος έρωτας. Επιπλέον, αντίθετα προς τις χορευτικές μελωδίες της Κρήτης, προγενέστερες χρονολογικά, τα ταμπαχανιώτικα έχουν, από μελωδική σκοπιά, πολλά κοινά με το οθωμανικό τουρκικό σύστημα των μακαμιών, όπως ακριβώς και τα ρεμπέτικα. Συγκεκριμένοι ρυθμοί [που συνδέονται με τις αρχαιοελληνικές αρμονίες, γνωστές ως «τρόποι» και τους «ήχους» της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής] χρησιμοποιούνται τόσο στα ταμπαχανιώτικα όσο και στα ρεμπέτικα. Οι πρώτοι ρεμπέτες προσέφευγαν στον αραβο-τουρκικό όρο «μακάμ» (makam ή maqam) προκειμένου να δηλώσουν αυτούς τους μουσικούς ρυθμούς, αλλά ο όρος τελικά αντικαταστάθηκε από την ελληνική λέξη «δρόμοι». Σε τραγούδια με μείζονες τονικές συγχορδίες, ο τουρκογενής Hijaz ή πειραιώτικος δρόμος είναι αρκετά κοινός, ενώ οι ελάσσονες κλίμακες προσφεύγουν συχνά στο δρόμο Ussak, που ανταποκρίνεται ως ένα βαθμό στη φρυγική κλίμακα…
…Η απαράμιλλη ερμηνεία ταμπαχανιώτικων τραγουδιών από το Νίκο Μανιά, η οποία έτυχε αξιοσημείωτης υποδοχής, θεωρείται ορόσημο της κρητικής μουσικής. Με σεβασμό στην παράδοση του Φουσταλιέρη και του Μπαξεβάνη, τραγούδησε μεταξύ άλλων την «πονεμένη καρδιά», διασκευασμένη από τον Βαγγγέλη Μαρκογιαννάκη ως «αμέτε με στην εκκλησιά», το πολυ-τραγουδισμένο ταμπαχανιώτικο «άσπρο μου περιστέρι» με το νέο τίτλο «όσα ψαράκια βόσκουνται στης Πισκοπής την άμμο», όπως και το «Πες μου και γιάντα», πρωτότυπη δημιουργία του Μαρκογιαννάκη στο ύφος των παραδοσιακών ταμπαχανιώτικων. Το τελευταίο, ίσως το ωραιότερο ussak που έχει ποτέ γραφεί, διαθέτει ιδιαίτερα ευρυματική πλοκή της μελωδικής γραμμής και υψηλές φωνητικές απαιτήσεις. Ο Μανιάς το τραγουδούσε, τόσο φανερά αβίαστα, λες και μιλούσε…
Συγγραφή-Επιμέλεια "Π.ΣΙΓΑΡΔΕΛΙ". Το κείμενο αποτελεί συντετμημένη εκδοχή, δίχως βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Παρακαλούμε, μην παραπέμπετε ή παραθέτετε.