Ταμπαχανιώτικα: οι μουσικοί διάλογοι της Κρήτης με τα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου

Ο όρος ταμπαχανιώτικα δηλώνει τους περιπαθείς και μακρόσυρτους μουσικούς αυτοσχεδιασμούς της Κρήτης, οι οποίοι διακρίνονται κυρίως από το καρτερικό και μελαγχολικό ύφος τους. Τα τραγούδια αυτά, αποκαλούμενα και βαριά, εξελίχθηκαν ως παραλλαγή των αμανέδων, αντίστοιχων φωνητικά των οργανικών ταξιμιών – των εκλεπτυσμένων αυτοσχεδιασμών στις εισαγωγές των τραγουδιών. Οι αμανέδες ή μανέδες, αρχικά έκφανση της ανατολικής κουλτούρας, μετουσιώθηκαν σε έκφραση του συναισθηματισμού των Ελλήνων. Το επιφώνημα «αμάν!», σταθερά επαναλαμβανόμενο κατά την εκτέλεση του αμαν-έ, εκφράζει μελαγχολία, ερωτική λαχτάρα, πόνο χωρισμού, θλίψη για τις συνθήκες διαβίωσης.

Τα ταμπαχανιώτικα, αναπόσπαστο τμήμα της αστικής μουσικής της Μεσογείου, τράφηκαν από μία ευρύτερη κουλτούρα κοσμοπολιτισμού, ο οποίος αναπτύχθηκε στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, χωνευτήρι βυζαντινών και ανατολίτικών επιρροών. Σε αντίθεση με την κλειστή κοινωνία της υπαίθρου, όπου είναι δυσεπίτευκτη η διείσδυση νέων πολιτισμικών στοιχείων, το πολυπολιτισμικό σκηνικό της αστικής κοινωνίας αντικατοπτρίζεται σε μία κοσμοπολίτικη και πολύπλευρη μουσική σκηνή. Τα ταμπαχανιώτικα καλλιεργήθηκαν έντονα στην εποχή μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στο νησί το 1922, και ακόμη νωρίτερα, τον καιρό της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας (1899-1913). Ωστόσο, αξιοσημείωτο είναι ότι το μουσικό αυτό είδος γεννήθηκε πιθανότατα στις πόλεις των Χανιών και του Ρεθύμνου κατά το 19ο αι., ως συνέπεια του ελληνο-τουρκικού πολιτισμικού συγχρωτισμού στο νησί κατά την Τουρκοκρατία.

Όντας ήδη το κατεξοχήν μουσικό ρεπερτόριο των Τουρκοκρητικών (μία από τις παλαιότερες σωζόμενες μελωδίες του είδους είναι ο Σταφιδιανός μανές, που χρονολογείται γύρω στο 1890 και αποδίδεται στον εύπορο Τουρκοκρητικό σταφιδέμπορα Μεχμέτ Σταφιδάκη), πολλά από τα ταμπαχανιώτικα έχουν τις ρίζες τους στα καφέ-αμάν (café amans), τα οποία καλλιεργήθηκαν στο νησί κυρίως μετά την εγκαινίαση, τη δεκαετία 1890-1900, του ατμοπλοϊκού δικτύου που συνέδεε το Ηράκλειο με άλλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Σμύρνη και η Αλεξάνδρεια. Την περίοδο εκείνη, πλανόδια συγκροτήματα από τη Μικρά Ασία, τα οποία περιόδευαν στα προαναφερόμενα λιμάνια θα διεπιδρούσαν και θα αναμειγνύονταν με τους ντόπιους οργανοπαίκτες εγχόρδων, τόσο από τις μουσουλμανικές όσο και από τις χριστιανικές κοινότητες της Κρήτης. Καφέ αμάν ήταν η κοινή ονομασία για ένα τύπο μουσικού καφενείου-κέντρου διασκέδασης, ο οποίος στα επίσημα έγγραφα και στον Τύπο της εποχής αναφέρεται ως «καφωδείο». Φαίνεται να υπήρχαν δύο διακριτοί τύποι μουσικών καφενείων στα αστικά κέντρα του νησιού: τα καφέ σαντάν (cafés chantants, στα Γαλλικά chanter=τραγουδώ) τα οποία προσέφεραν, κυρίως, δυτικότροπη λαϊκή μουσική και χορό, ενώ το ευρείας κλίμακας ρεπερτόριο των καφέ αμάν εμπνεόταν πρωτίστως από την ύστερη οθωμανική λαϊκή μουσική.

Τα καφέ αμάν και τα σμυρναίικα τραγούδια ήταν το κοινό λίκνο για τα ταμπαχανιώτικα και τα ρεμπέτικα. Για την ακρίβεια, τα ταμπαχανιώτικα εξελίχθησαν ως η κρητική σχολή του ρεμπέτικου, αποκτώντας ένα ξεχωριστό ύφος περίπου στην εποχή του Μεσοπόλεμου, με έμφαση στις μη χορευτικές, αργές μελωδίες. Σε αντίθεση με τα ρεμπέτικα, τα οποία έχουν συνδεθεί με συγκεκριμένη αστική υποκουλτούρα [ως μέσο έκφρασης των περιθωριοποιημένων – προσφύγων, αλλά και ναρκομανών (χασικλήδων) και ατόμων με παραβατική και αντικοινωνική συμπεριφορά], τα ταμπαχανιώτικα δεν συμβόλιζαν το περιθώριο και δεν χορεύονταν. Εκτός από τις διαφορές, ουσιώδεις ομοιότητες και συσχετίσεις υφίστανται ανάμεσα σε ρεμπέτικα και ταμπαχανιώτικα. Πρωτίστως, αμφότερα ξεκινούν με αυτοσχεδιαστικά ταξίμια, που αποδίδονται με το μπουζούκι ή τον μπαγλαμά (για τα ρεμπέτικα) και το μπουλγαρί ή –όχι πριν τη δεκαετία 1930-1940- το λαούτο (για τα ταμπαχανιώτικα), ως ελεύθερη εισαγωγή του βασικού σκοπού, συχνά με γρήγορες μελωδικές εκτελέσεις. Επιπροσθέτως, εκτός από τους στίχους των ρεμπέτικων που συνδέονταν με το περιθώριο, το θεματικό κέντρο βάρους είναι πανομοιότυπο: υπαρξιακή θλίψη και χαμένος έρωτας. Επιπλέον, αντίθετα προς τις χορευτικές μελωδίες της Κρήτης, προγενέστερες χρονολογικά, τα ταμπαχανιώτικα έχουν, από μελωδική σκοπιά, πολλά κοινά με το οθωμανικό τουρκικό σύστημα των μακαμιών, όπως ακριβώς και τα ρεμπέτικα. Συγκεκριμένοι ρυθμοί [που συνδέονται με τις αρχαιοελληνικές αρμονίες, γνωστές ως «τρόποι» και  τους «ήχους» της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής] χρησιμοποιούνται τόσο στα ταμπαχανιώτικα όσο και στα ρεμπέτικα. Οι πρώτοι ρεμπέτες προσέφευγαν στον αραβο-τουρκικό όρο «μακάμ» (makam ή maqam) προκειμένου να δηλώσουν αυτούς τους μουσικούς ρυθμούς, αλλά ο όρος τελικά αντικαταστάθηκε από την ελληνική λέξη «δρόμοι». Σε τραγούδια με μείζονες τονικές συγχορδίες, ο τουρκογενής Hijaz ή πειραιώτικος δρόμος είναι αρκετά κοινός, ενώ οι ελάσσονες κλίμακες προσφεύγουν συχνά στο δρόμο Ussak, που ανταποκρίνεται ως ένα βαθμό στη φρυγική κλίμακα…

…Η απαράμιλλη ερμηνεία ταμπαχανιώτικων τραγουδιών από το Νίκο Μανιά, η οποία έτυχε αξιοσημείωτης υποδοχής, θεωρείται ορόσημο της κρητικής μουσικής. Με σεβασμό στην παράδοση του Φουσταλιέρη και του Μπαξεβάνη, τραγούδησε μεταξύ άλλων την  «πονεμένη καρδιά», διασκευασμένη από τον Βαγγγέλη Μαρκογιαννάκη ως «αμέτε με στην εκκλησιά», το πολυ-τραγουδισμένο ταμπαχανιώτικο «άσπρο μου περιστέρι» με το νέο τίτλο «όσα ψαράκια βόσκουνται στης Πισκοπής την άμμο», όπως και το «Πες μου και γιάντα», πρωτότυπη δημιουργία του Μαρκογιαννάκη στο ύφος των παραδοσιακών ταμπαχανιώτικων. Το τελευταίο, ίσως το ωραιότερο ussak που έχει ποτέ γραφεί, διαθέτει ιδιαίτερα ευρυματική πλοκή της μελωδικής γραμμής και υψηλές φωνητικές απαιτήσεις. Ο Μανιάς το τραγουδούσε, τόσο φανερά αβίαστα, λες και μιλούσε…


Συγγραφή-Επιμέλεια "Π.ΣΙΓΑΡΔΕΛΙ". Το κείμενο αποτελεί συντετμημένη εκδοχή, δίχως βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Παρακαλούμε, μην παραπέμπετε ή παραθέτετε.


«Οι δε Κρήτες, γένος ενθουσιώδες, θερμουργόν, και φιλόμολπον, οι Κρήτες, θαυμαστοί αυτοσχεδιασταί (improvisateurs) και παραμυθολόγοι, κατέστησαν, εις τας ημέρας των Δουκών, την λύραν όπλον κατά του τυρράνου μάλλον επίφοβον, παρά το τόξον...Μάτην οι κατά καιρούς Αρμοσταί καθείρξαν, εδίωξαν, ετιμώρησαν τους αλήτας Τραγουδιτάς...Οι Κρήτες του καιρού εκείνου ήγειραν δια των Τραγουδίων μνημεία, καθ’ ών δεν ίσχυσαν το πυρ και ο σίδηρος των Ενετών. Οι Τραγουδιταί της Κρήτης (περίφημοι τότε επί ηδυφωνία και ενθουσιασμώ), μόνοι γενόμενοι της εαυτών πατρίδος υπομνηματισταί, μόνοι αψευδείς χρονογράφοι των διατρεχόντων, περιήρχοντο τας κώμας και τας συνοικίας επανακαλούντες την μνήμην των Βυζαντινών αιώνων, εξυμνούντες των κεκοιμημένων τας αρετάς, διασαλπίζοντες την ευσέβειαν και τον ηρωϊσμόν των πατέρων».

Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1860), «Ιστορικά Σκηνογραφήματα», εκδιδόντος Ν. Δραγούμη, Αθήνησιν, σελ 62-63.

Νίκος Μανιάς

(17 Ιουλίου 1931- 25 Μαΐου 2012)

Από πολυμελή αγροτική οικογένεια, στερνοπαίδι του Γιώργη και της Αργυρένιας Μανιαδάκη, ο Νίκος Μανιάς έζησε φτωχικά και δύσκολα παιδικά χρόνια. Οι αντίξοες συνθήκες της εποχής του στέρησαν τα δύο από τα έξι αδέρφια του, αλλά και τον πατέρα του το 1944. Η σχολική μόρφωσή του σταμάτησε στην ηλικία των 8 ετών, με το ξέσπασμα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως συνέβη και σε πολλούς συνομηλίκους του. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής τα πέρασε στον κάμπο του χωριού του, συνδράμοντας με τη βοσκική το βιοπορισμό του σπιτιού του, όταν δεν υποχρεούταν από τους κατακτητές σε καταναγκαστική εργασία, «προνόμιο» των νεώτερων μελών των ντόπιων οικογενειών. Το κλίμα της περιόδου εκείνης βαρύ και μουντό, όμως ο κόσμος ζεστός και πρόθυμος, οι διαπροσωπικές σχέσεις ουσιαστικές κι άμεσες, απόρροια της ανάγκης των ανθρώπων να αισθάνονται ασφαλείς, προκειμένου να καταφέρουν να επιβιώσουν. «Με μεγαλώσανε πολλές μανάδες» έλεγε χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Νίκος Μανιάς αναφερόμενος στην αλληλεγγύη των γυναικών του χωριού στην ανατροφή των παιδιών. Ανεξίτηλες ήταν πάντοτε μνήμες από γειτονιές λιτές και φτωχικές, αλλά πλούσιες σε χρώματα, μυρωδιές και ήχους, που λες και ανυπομονούσαν μετά τον κάματο της μέρας να έρθει η ώρα της βεγγέρας.Μικρές, αλλά πολύβουες παρέες γύρω από τις παρασιές το χειμώνα, στα στενά ή στις αυλές το καλοκαίρι, για να αποσπερίσουν και να τραγουδήσουν τους καημούς και τις πίκρες τους, πολύ συχνά με την συνοδεία μαντολίνου, ξεφεύγοντας από τα προβλήματα της σκληρής καθημερινότητας.

Το μαντολίνο, το οποίο κυριαρχούσε στα περίχωρα του Ρεθύμνου πριν ο Σταύρος Ψυλλάκης ή Ψύλλος πρωτοεμφανίσει το λαούτο στην περιοχή στα πρόθυρα της Κατοχής, ήταν τόσο η συντροφιά όσο και το μέσο έκφρασης του πατέρα του μικρού Μανιά, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διασκεδάζει με αυτό φίλους και συγχωριανούς. Ο ήχος εκείνου του μαντολίνου και οι μαντινάδες της εποχής στις βεγγέρες υπήρξαν τα πρώτα μουσικά ακούσματα του Νίκου Μανιά, ήδη από το περιβάλλον του σπιτιού του. Ακούσματα που στην πορεία διευρύνθηκαν, στα γλέντια και πανηγύρια του χωριού, όπου συμμετείχαν τοπικοί καλλιτέχνες, δεξιοτέχνες της εποχής, όπως ο περίφημος Ψύλλος. Η λαχτάρα του για ενεργή συμμετοχή σε μουσικές παρέες και η καληκέλαδη φωνή του έγιναν γρήγορα αντιληπτές από συγγενείς και συγχωριανούς. Ο αδερφός του πατέρα του, μετανάστης στην Αμερική, σε ένα ταξίδι του στη Κρήτη μετά το τέλος του πολέμου, του δώρισε μια λύρα, το δημοφιλέστερο όργανο στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. «Η λύρα δεν ταίριαζε στα χέρια μου» ήταν αυτό που σύντομα ανακάλυψε και ζήτησε από τον μεγάλο αδερφό του Γιάννη να του πάρει ένα λαούτο. Εκείνος, μολονότι δεν συμφωνούσε ιδιαίτερα με την επιλογή του μικρού του αδερφού, του αγόρασε τελικά ένα λαούτο από τον γνωστό οργανοποιό Γ. Φραγγεδάκη (Φραγκιαδάκη) στα Χανιά, λαούτο που σώζεται ακόμα και που δεν άργησε, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, να αποδώσει καρπούς στα χέρια του 16χρονου τότε Νίκου Μανιά. Αυτό ήταν και το μουσικό όργανο που θα υπηρετούσε για τα επόμενα 60 χρόνια, με την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση να πραγματοποιείται σε γάμο στο χωριό του το 1947 με λυράρη τον Κυριάκο Μαυράκη από τη Φυλακή Αποκορώνου.

Επόμενη καθοριστική ώθηση στην καριέρα του, καθώς ασχολούνταν πλέον επαγγελματικά με την μουσική, συνιστά η γνωριμία με τον Κώστα Μουντάκη σε πανηγύρι στον Κουρνά Αποκορώνου το 1953. «Θα έρθεις στο Ρέθυμνο να κάνουμε πρόβες για να γράψουμε δίσκο» του είπε ο Μουντάκης μετά το τέλος του πανηγυριού, έχοντας αμέσως διαπιστώσει τις ικανότητες του. Την ίδια χρονιά ολοκληρώνεται και η πρώτη δισκογραφική δουλειά με τον Μουντάκη με τίτλο: «Σαν το ζητιάνο έρχομαι», σε δίσκο 78’ στροφών. Αυτός ο δίσκος ήταν το εφαλτήριο μιας 26χρονης συνεργασίας που απέδωσε σπουδαίους σκοπούς και τραγούδια, μια νέα παρακαταθήκη που, λειτουργώντας ως σύνδεσμος με μνήμες από τη μουσική παράδοση του νησιού, έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης κρητικής μουσικής. Σύνδεσμος με θρυλικούς μουσικούς, ήδη προ του 1900, όπως οι Ρεθεμνιώτες γέρο-Πίσκοπος (Νικόλαος Πισκοπάκης) και Νικήστρατος (Νικήστρατος Αλεξανδράκης) και ο Χανιώτης Νικόλαος Κατσούλης ή Κουφιανός κι αργότερα με ένα ολόκληρο πλήθος που συνθέτει το μωσαϊκό στο οποίο ανήκουν και οι λεγόμενοι «Πρωτομάστορες» της κρητικής μουσικής, εκείνοι δηλαδή που είχαν τη δυνατότητα να ηχογραφήσουν τραγούδια και σκοπούς από το 1920 έως περίπου το 1955. Μεταξύ αυτών, οι Ρεθεμνιώτες λυράρηδες Ροδινός, Καραβίτης, Λαγουδάκης ή Λαγός, Καλογρίδης, Καρεκλάς, Πασπαράκης ή Στραβός, Παπαδογιάννης, Καντέρης ή Καντερογιώργης αλλά και ο αποκορωνιώτης Πιπεράκης ή Χαρίλαος, οι λαουτιέρηδες  Ψυλλάκης ή Ψύλλος, Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης και Κουρκουλός από το Ρέθυμνο, Μαυροδημητράκης και Κουτσουρέλης από την Κίσσαμο, ο Ρεθεμνιώτης Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης στο μπουλγαρί, οι βιολάτορες Χάρχαλης, Μαρινάκης ή Μαριανός, Σαριδάκης ή Μαύρος, Παπαδάκης ή Ναύτης από την Κίσσαμο, Δερμιτζάκης ή Δερμιτζογιάννης και Καλογερίδης από τη Σητεία. Οι λυράρηδες Θανάσης Σκορδαλός και ο Κωστής Μουντάκης αποτελούν τη γέφυρα των Πρωτομαστόρων με τις επόμενες γενιές της κρητικής μουσικής δισκογραφίας.

Πολύ αργότερα, αφού ο σπουδαίος συνεργάτης του είχε φύγει από τη ζωή, ο Νίκος Μανιάς θα δηλώσει από καρδιάς σε συνέντευξή του: «Ο Μουντάκης ήταν άρτιος καλλιτέχνης, γεννημένος γι’ αυτό. Ήταν λόγιος της κρητικής μουσικής με αρετές στην σύνθεση, το παίξιμο και το τραγούδι μοναδικές. Ήταν μεγάλη απώλεια ο χαμός του». Το 1958, Κώστας Μουντάκης και Νίκος Μανιάς ξεκίνησαν πολύμηνη περιοδεία στην Αμερική, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Είχαν έτσι την τύχη να γίνουν αποδέκτες της λαχτάρας των απόδημων Κρητών για την μουσική του τόπου τους, αλλά και να βιώσουν την απαράμιλλη φιλοξενία τους και τον μοναδικό, γνήσιο και αυθεντικό τρόπο διασκέδασής τους. «Έχω μείνει σε σπίτι κουμπάρου μου πάνω από δύο μήνες…. Και μάλιστα του κουβαλούσα και παρέα. Κάναμε μερόνυχτα να κοιμηθούμε…. Από χοροεσπερίδα σε χοροεσπερίδα και από σπίτι σε σπίτι…. Ανεξίτηλες αναμνήσεις όπου κι αν ταξίδεψα», αναπολεί ο Επισκοπιανός καλλιτέχνης. Ακολούθησαν την δεκαετία του ΄60 άλλα τρία ταξίδια στην Αμερική με το Μουντάκη, με την ίδια πάντα επιτυχία. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Νίκος Μανιάς είχε εμφανιστεί σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης μαζί, μεταξύ άλλων,με το Νίκο Σωπασή,το Λεωνίδα Κλάδο,το Νίκο Ξυλούρη,τον Βασίλη Σκουλά,διασκεδάζοντας με την φωνή και το λαούτο του τους απανταχού Κρητικούς και όχι μόνο, αφού το ρεπερτόριο της εποχής επέβαλε και τα λεγόμενα «ευρωπαϊκά» μοτίβα (πχ βαλς, τάνγκο), με τα οποία μπορούσε να διασκεδάσει το σύνολο της ελληνικής Διασποράς.Είχε επισκεφτεί την Αμερική, τον Καναδά, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστρία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ολλανδία, την Αυστραλία, την Κίνα κ.α.,δημιουργώντας τον δικό του κύκλο ένθερμων και αφοσιωμένων θαυμαστών. Σε ορισμένα ταξίδια συνόδεψε τον «Όμιλο Βρακοφόρων Κρήτης» σε διεθνή μουσικοχορευτικά φεστιβάλ, κατακτώντας συχνά την πρώτη θέση, ενώ δεν ξέχασε ποτέ το ταξίδι του στην Χαβάη όπου και του ζητήθηκε να διδάξει την τέχνη του λαούτου, τις λίγες μέρες της παραμονής του, στα εκεί ελληνόπουλα.

Ο Νικός Μανιάς, εκτός της μακρόχρονης συνεργασίας του με τον Κώστα Μουντάκη, αποτέλεσε μοναδικό δίδυμο, ιδίως σε ζωντανές εμφανίσεις, με τον επίσης μεγάλο λυράρη Θανάση Σκορδαλό (διάσημο για την τεχνική του, τη ρυθμικότητα και την απόλυτη απλότητα στην έκφρασή του) με σημαντικές στιγμές και δισκογραφικά («περνάς και δεν με χαιρετάς», «πότε θα κάμει ξαστεριά», «πέρδικα όμορφο πουλί» κ.α.). Συνυπήρξε δε μουσικά με όλους τους μουσικούς της γενιάς του, αλλά και αργότερα με νεότερους καλλιτέχνες, δίνοντας τους απλόχερα την ευκαιρία να αναδείξουν το ταλέντο τους. Ενδεικτικά σημειώνονται οι συνεργασίες του με τους καταξιωμένους λυράρηδες Λεωνίδα Κλάδο, Νίκο Ξυλούρη, Σπύρο Σηφογιωργάκη, Γιώργη Καλομοίρη, Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, Γιώργη Καλογρίδη, με τον σύντεκνό του Νίκο Σωπασή, με τον Βασίλη Σκουλά, με τον Βαγγέλη Ζαχαριουδάκη αλλά και με τους νεότερους Γιώργο Χαλκιαδάκη, Μανώλη Αλεξάκη, Στέλιο Μπικάκη, Κώστα Βερδινάκη. Συνεργάστηκε και με γνωστούς λαουτιέρηδες, όπως τους Γιάννη και Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, τον συγχωριανό και κουμπάρο του Μανώλη Κακλή, αλλά και με τους νεότερους Μιχάλη Τσουγανάκη, Στέλιο Σταματογιαννάκη, Γιώργο Μανωλιούδη, Μανόλη Βερδινάκη, Μανόλη Κονταρό και πολλούς άλλους. «Όσο κι αν διαφωνώ με τις επιλογές των νεότερων καταλαβαίνω ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες αλλά και ο τρόπος διασκέδασης. Τα γλέντια έχουν αλλάξει….. παλιά οι γάμοι είχαν 150-200 άτομα, ενώ σήμερα έχουν 1000-2000. Τότε ο κόσμος γλεντούσε διαφορετικά. Τραγουδούσαμε χωρίς μικρόφωνα, ένα λαούτο και μία λύρα, και νομίζω ακουγόμασταν καλύτερα» είχε αναφέρει με νοσταλγία, δίνοντας το στίγμα της παράδοσης που εκπροσωπούσε. Μιας παράδοσης με αυθεντική λεβεντιά και αγνούς μερακλήδες της οποίας υπήρξε γνήσιος εκφραστής.

Έχει χαρακτηριστεί «αηδόνι της Κρήτης» και «άρχοντας της κρητικής μουσικής», τίτλοι που δικαιωματικά κέρδισε με το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το σεβασμό απέναντι στο κοινό και τους συναδέλφους του, το πάθος του για το λαούτο, τη φυσική γοητεία του, αλλά και με το μοναδικό ηχόχρωμα και την εκφραστικότητα της φωνής του. Υπήρξε ίσως ο μόνος που μπορούσε να ερμηνεύσει τόσο άρτια μουσικολογικά τα γνωστά ταμπαχανιώτικα ή αμανέδες, αλλιώς τα αστικά ή χωραΐτικα κρητικά τραγούδια. Σταθμός για την ιστορία της κρητικής μουσικής παραμένει η δισκογραφική δουλειά που τιτλοφορείται «Κρητική Λεβεντιά» (1974) και σηματοδότησε την έναρξη της δισκογραφικής συνεργασίας του με το σπουδαίο δημιουργό Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη από το Σπήλι Ρεθύμνου, συνεργασία που απέδωσε διαχρονικές επιτυχίες αστικής μουσικής με την ερμηνεία του Νίκου Μανιά, είτε διασκευές παραδοσιακών ταμπαχανιώτικων (πχ «αμέτε με εις την εκκλησιά») ή πρωτότυπες δημιουργίες σε αυτό το ύφος (πχ «πες μου και γιάντα»). Παράλληλα, το «αηδόνι της Κρήτης» θεωρείται από τους πλέον δοκιμασμένους και έμπειρους καλλιτέχνες στην απόδοση των ριζίτικων τραγουδιών με δύναμη, χάρη και ακρίβεια.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Νίκος Μανιάς πραγματοποιούσε μόνον επιλεκτικές δημόσιες καλλιτεχνικές εμφανίσεις, απολαμβάνοντας στον αγαπημένο του «κάμπο της Επισκοπής» τη συντροφιά της συζύγου του Δήμητρας, των παιδιών και εγγονιών του, αλλά και των πολύτιμων φίλων που απέκτησε σε μια δημιουργική επαγγελματική πορεία. Αποτελούσε έναν σημαντικό φορέα πολιτισμού, ενώνοντας το παλιό με το νέο, και παραμένοντας πάντα πιστός στους ήχους εκείνου του γάμου του ΄47 στο χωριό του. Τότε που του δόθηκε πρώτη φορά η δυνατότητα να ζωγραφίσει με νότες αυτό που αισθανόταν και που σηματοδότησε την αρχή ενός συναρπαστικού ταξιδιού ζωής. Το ταξίδι ζωής αυτό διακόπηκε στις 25 Μαΐου 2012. Φεύγοντας στην ηλικία των 81 ετών, ο «αρχοντας της κρητικής μουσικής» έκλεισε τον κύκλο της ζωής του ευτυχισμένος.

Μουσικά Ιδιόλεκτα

    Λαούτο
     
 

Ταμπαχανιώτικα

     
  Ριζίτικα
   

 

    Λύρα

Δισκογραφία

       

Δίσκοι 45 Στροφών

     

 

Προσωπικά Άλμπουμ

     

 

Συμμετοχές

Διαχειριστής

Νικόλαος Ν.Μανιάς

Ηλεκτρονική Διεύθυνση

info@nikosmanias.gr

 

Οι δε κρήτες, κατέστησαν, εις τας ημέρας των Δουκών, την λίραν όπλον κατά του τυρράνου, μάλλον επίφοβον, παρά το τόξον...